-
1 темперамент
η ιδιοσυγκρασία, το ταμπεραμέντο (ξεν.)сангвинический - αιματώδης -, υπεραιμική -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > темперамент
-
2 темперамент
-а α.1. ιδιοσυγκρασία, κράση, σκαρί, ταμπεραμάν, -έντο•флегматический темперамент φλεγματική κράση•
меланхолический темперамент μελαγχολική κράση•
сангвинический темперамент αιματώδης κράση•
холерический темперамент χολερική κράση.
|| φύση, χαρακτήρας• το φυσικό, φυσική ιδιότητα.2. έξαψη, ζωντάνια, ζωηράδα• δραστηρ ιότητα.εκφρ.с -ом – ζωηρά, με ζέση,• με θέρμη, ένθερμα.